διοικούσας

διοικούσας
διοικούσᾱς , διοικέω
keep house
pres part act fem acc pl (attic epic doric)
διοικούσᾱς , διοικέω
keep house
pres part act fem gen sg (doric)
διοικούσᾱς , διοικέω
keep house
pres part act fem acc pl (attic epic doric)
διοικούσᾱς , διοικέω
keep house
pres part act fem gen sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ασδραχάς, Σπύρος — (Αργοστόλι 1933 –).Ιστορικός ερευνητής και συγγραφέας. Σπούδασε ιστορία στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι, όπου αναγορεύτηκε διδάκτορας της οικονομικής ιστορίας (1972). Εργάστηκε διαδοχικά στο Κέντρο… …   Dictionary of Greek

  • Βενιζέλος, Ελευθέριος — (Μουρνιές, Κρήτη 1864 – Παρίσι 1936).Πρωθυπουργός επί σειρά ετών, ο πρώτος πολιτικός της χώρας που ονομάστηκε Εθνάρχης. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εγκαταστάθηκε ως δικηγόρος στα Χανιά (1886), ενώ γρήγορα αναμείχτηκε και στην… …   Dictionary of Greek

  • Γιαννάκου, Μαριέττα — (Γεράκι Λακωνίας 1951 –). Πολιτικός. Απόφοιτος της ιατρικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, με ειδικότητα νευρολόγου ψυχολόγου, το 1974 υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της ΟΝΝΕΔ. Το 1979 εξελέγη για πρώτη φορά σε όργανο της Νέας Δημοκρατίας, ως… …   Dictionary of Greek

  • Γουέμπ, Σίντνεϊ Τζέιμς — (Sidney James Webb, Λονδίνο 1859 – Λίπχουκ, Χαμσάιρ 1947). Άγγλος πολιτικός και διανοούμενος. Υπήρξε θερμός οπαδός των σοσιαλιστικών ιδεών καθώς και ένας από τους ιδρυτές της Φαβιανής Εταιρείας. Σε στενή συνεργασία με τη γυναίκα του Μπέατρις,… …   Dictionary of Greek

  • Κάσελς, Τζον Γουίλιαμ Σκοτ — (John William Scott Cassels, Ντάραμ 1922 –). Άγγλος μαθηματικός. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου το 1943 και έπειτα από έξι χρόνια έλαβε τον διδακτορικό τίτλο του από το Κολέγιο Τρίνιτι του Κέιμπριτζ και το 1950 έγινε λέκτορας στα… …   Dictionary of Greek

  • Καφαντάρης, Γεώργιος — (Φραγκίστα Ευρυτανίας 1873 – Αθήνα 1946). Πολιτικός. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα στο Μεσολόγγι και στο Καρπενήσι, ασχολήθηκε παράλληλα με οικονομικές μελέτες και πολιτεύτηκε πρώτη φορά το 1902, ενώ το… …   Dictionary of Greek

  • Κουρουπός, Γιώργος — (Αθήνα 1942 –). Συνθέτης και πιανίστας. Σπούδασε μουσική στο Ωδείο Αθηνών (1953 65) και στο Παρίσι (1968 72) και μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στο διάστημα 1959 68 συνεργάστηκε με τον Μάνο Χατζιδάκι, και λίγο πριν από το ταξίδι του στο… …   Dictionary of Greek

  • Λεντάκης, Ανδρέας — (Αντίς Αμπέμπα, Αιθιοπία 1934 – 1997). Πολιτικός και συγγραφέας. Σπούδασε αρχαιολογία στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Υπήρξε μέλος της γραμματείας της Νεολαίας Λαμπράκη, ένας από τους κύριους εμπνευστές και οργανωτές της Μαραθώνιας …   Dictionary of Greek

  • Μεταξάς, Αναστάσιος-Ιωάννης — (Αθήνα 1940 –). Πολιτικός επιστήμονας και καθηγητής πανεπιστημίου. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες, ενώ πραγματοποίησε και μεταπτυχιακές σπουδές σε πανεπιστήμιο της Γαλλίας. Ξεκίνησε την πανεπιστημιακή του σταδιοδρομία στα Πανεπιστήμια… …   Dictionary of Greek

  • Τσαλδάρης — Επώνυμο Ελλήνων πολιτικών. 1. Παναγής (Καμάρι, Κορινθία 1868 – Αθήνα 1936). Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και συνέχισε στο Γκέτινγκεν (όπου συνδέθηκε στενά με τον Δημήτριο Γούναρη), στο Βερολίνο, στη Λιψία και στο Παρίσι. Δικηγόρος στην Αθήνα από το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”